- παμβασιλεῦ
- παμβασιλεύςabsolute monarchmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρανταπέντε — ΝΜ άκλ. σύνολο από σαράντα δεκάδες και πέντε μονάδες νεοελλ. παροιμ. «σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός [ή μιανού] κοκόρου γνώση» λέγεται επιτιμητικώς για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τού ονόματος Ιωάννης μσν. φρ. «Ἐμμανουὴλ παμβασιλεῡ παρὰ… … Dictionary of Greek